Η Jessy Saint Prix, Γαλλίδα υπήκοος, εισήλθε στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2006 για να αναζητήσει δουλειά, πρώτα ως βοηθός δασκάλου και αργότερα ως νηπιαγωγός. Έμεινε έγκυος όταν ξεκίνησε να εργάζεται στο νηπιαγωγείο και σταμάτησε τη δουλειά δύο μήνες πριν από την προκαθορισμένη ημερομηνία, καθώς η δουλειά της προκαλούσε πολύ άγχος στο σώμα της.
Έψαξε για μία νέα, λιγότερο κουραστική δουλειά, χωρίς κάποια επιτυχία. Στη συνέχεια έκανε αίτηση για επίδομα ανεργίας. Η αίτησή της απορρίφθηκε επειδή είχε οριστεί ως "πρόσωπο προερχόμενο από το εξωτερικό" και όχι ως άνεργο μέλος του εργατικού δυναμικού. Η κ. Saint Prix ήταν σε θέση να επιστρέψει στη δουλειά της τρεις μήνες μετά τον τοκετό. Μέχρι τη στιγμή εκείνη είχε ήδη ξεκινήσει τις νομικές διαδικασίες κατά της άρνησης του επιδόματος ανεργίας ενώπιον δικαστηρίου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τη δικαίωσε, αλλά το εφετείο είχε αντίθετη άποψη. Έτσι, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο υπέβαλε προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου ζήτησε από το ΔΕΕ να διευκρινίσει εάν μία γυναίκα που σταματάει να εργάζεται ή να αναζητά εργασία λόγω των περιορισμών που τίθενται από την εγκυμοσύνη και μετά τον τοκετό, διατηρεί την ιδιότητα της ως εργαζόμενη σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ε.Ε. Στις 19 Ιουνίου, 2014, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαίωσε την κα. Saint Prix, λέγοντας πως η ιδιότητα του εργαζομένου διατηρείται ακόμα και όταν το άτομο δεν εργάζεται και ισχύουν οι παρακάτω περιπτώσεις: το άτομο είναι προσωρινά ανίκανο να δουλέψει λόγω ασθένειας ή ατυχήματος, είναι ακουσίως άνεργο (υπό ορισμένες συνθήκες) ή ζητά την επαγγελματική κατάρτιση που σχετίζεται με την προηγούμενη επαγγελματική δραστηριότητά του (εκτός αν είναι ακουσίως άνεργο). Σύμφωνα με το ΔΕΕ, σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να τεθούν και οι έγκυες γυναίκες.
Το Δικαστήριο δήλωσε πως η σχετική οδηγία, Οδηγία της Ε.Ε. 2004/38/ΕΚ δεν αναφέρει πως ο κατάλογος με τις περιπτώσεις είναι εξαντλητικός και πως η εγκυμοσύνη δεν αναφέρεται ρητώς. Το Δικαστήριο παραδέχτηκε πως η εγκυμοσύνη είναι μία φυσιολογική κατάσταση του σώματος που δεν σχετίζεται με ασθένεια, αλλά αποφάσισε πως η Νομοθεσία της Ε.Ε. για τον ορισμό του "εργαζομένου" θα πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως. Η Ευρωπαϊκή Νομοθεσία ήδη εγγυάται ειδική προστασία για τις γυναίκες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, όπως άδεια μητρότητας, και επιτρέποντάς τους να διατηρήσουν την ιδιότητα τους ως εργαζόμενες είναι απλά επέκταση αυτής της προστασίας. Επιπρόσθετα, η αφαίρεση της ιδιότητας του εργαζομένου από μία έγκυο γυναίκα πιθανόν να την αποτρέψει από την άσκηση του δικαιώματός της στην ελεύθερη κυκλοφορία, σε περίπτωση που γνώριζε ότι υπήρχε κίνδυνος να χάσει την προστασία για την απασχόλησή της σε ένα κράτος μέλος.
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσισε πως το Άρθρο 45 της Συνθήκης της Λισαβόνας (ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων) ισχύει και για τις έγκυες γυναίκες, με τον όρο ότι επιστρέφουν στη δουλειά τους σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα μετά τον τοκετό. Έτσι, η κα. Saint Prix έπρεπε να διατηρήσει την ιδιότητά της ως εργαζόμενη στο Ηνωμένο Βασίλειο, και τα δικαστήρια υπέπεσαν σε πλάνη σχετικά με το αίτημα του επιδόματος ανεργίας.